περισπέρμιο — το η φλούδα, το περίβλημα που σκεπάζει το σπέρμα πολλών καρπών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδοσπέρμιο — Τμήμα του σπέρματος των αγγειοσπέρμων φυτών, που συνοδεύει ή περιέχει το έμβρυο. Είναι αποταμιευτικός ιστός και προέρχεται από την τριπλή διαίρεση του πυρήνα του ωαρίου. Πολλές φορές το ε. αποδιοργανώνεται πριν το σπέρμα ωριμάσει. Στην περίπτωση… … Dictionary of Greek
σπόρος ή σπέρμα — Σπερμοβλάστη που μετασχηματίστηκε και αναπτύχθηκε μετά τη γονιμοποίηση και η οποία περιέχει τουλάχιστον το έμβρυο· είναι το τυπικό όργανο πολλαπλασιασμού των ανθόφυτων ή καλύτερα των σπερματόφυτων (= φυτά με σπέρματα). Στα γυμνόσπερμα και στα… … Dictionary of Greek
τάξος — (taxus). Γένος αειθαλών κωνοφόρων δέντρων και θάμνων της οικογένειας των ταξιδών. Τα φύλλα τους είναι βελονοειδή και τοποθετημένα σε 2 σειρές σε πλάγιους οριζόντιους βλαστούς. Έχουν σκούρο πράσινο χρώμα και είναι λαμπερά. Οι κουκουνάρες περιέχουν … Dictionary of Greek
αροΐδες — (αraceae). Οικογένεια πολυετών φυτών. Σε αυτήν ανήκουν ποώδη φυτά, θαμνώδη και αναρριχώμενα, μικρά δενδρύλλια ή επίφυτα. Τα περισσότερα είδη των α. βρίσκονται στις τροπικές περιοχές, πολύ λίγα στις εύκρατες και κανένα στις αρκτικές. Τα φύλλα τους … Dictionary of Greek
κίλαστρος — (Celastrus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιλαστριδών. Περιλαμβάνει από μεγάλα δένδρα μέχρι αναρριχητικούς θάμνους ή θάμνους που έρπουν, με απλά φύλλα και μικρά κακόμορφα άνθη. Τα φυτά αυτά στερούνται ξυλωδών ριζών, ενώ ο κορμός τους έχει… … Dictionary of Greek